- αιφνιδιασμός
- Στην πολεμική τέχνη α. ονομάζεται η πολεμική ενέργεια που προετοιμάζεται με άκρα μυστικότητα και εκτελείται με μεγάλη ταχύτητα με σκοπό να ανατρέψει τον συσχετισμό δυνάμεων των αντιπάλων, καταλαμβάνοντας απροετοίμαστο –για μια τέτοια ενέργεια– τον εχθρό. Διακρίνουμε δύο είδη α.: στρατηγικό και τακτικό. Ο στρατηγικός αποφασίζεται και σχεδιάζεται στα ανώτατα κλιμάκια της στρατιωτικής ηγεσίας, καταλαμβάνει μεγάλο στάδιο προπαρασκευής και κινητοποιεί μεγάλες δυνάμεις με τελικό σκοπό την ανατροπή των σχεδίων της αντίπαλης στρατιωτικής ηγεσίας. Οι επιπτώσεις του στρατηγικού α. –όταν πετυχαίνει– είναι τεράστιες και είναι δυνατό να αφορούν την όλη έκβαση του πολέμου. Αντίθετα, ο τακτικός α. αφορά μικρής κλίμακας επιχειρήσεις, επινοείται και εκτελείται από τους διοικητές των μονάδων λίγο πριν από τη μάχη ή κατά τη διάρκειά της και σκοπεύει στη ματαίωση των σχεδίων του αντιπάλου με την παράλληλη ανάληψη πρωτοβουλίας από μέρους της πλευράς που ασκεί τον α. Από τα παλιά χρόνια ο α. ήταν ένα από τα κυριότερα –λόγω της αποτελεσματικότητάς του– μέσα διεξαγωγής του πολέμου. Σήμερα, με την τεράστια ανάπτυξη της στρατιωτικής τεχνολογίας και των μεθόδων πληροφόρησης ο α. του αντιπάλου είναι πιο δύσκολος από παλαιότερα. Στους νεότερους χρόνους, παράδειγμα τακτικού α. υπήρξε, στην ελληνική ιστορία, η μάχη στο Μπιζάνι (19-21 Φεβρουαρίου 1913), ενώ κλασική περίπτωση στρατηγικού α. υπήρξε, στον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, η συμμαχική απόβαση στη Νορμανδία (Ιούλιος 1944). Κλασική, επίσης, περίπτωση α. δίχως προηγούμενη κήρυξη πολέμου, υπήρξε η επίθεση των Ιαπώνων εναντίον του αμερικανικού στόλου στον Ειρηνικό στο Περλ Χάρμπορ (7 Δεκεμβρίου 1941).
Την τακτική του α. υιοθέτησαν επίσης οι ανταρτικές δυνάμεις, παντού όπου εμφανίστηκαν, κυρίως όμως στην Ευρώπη, στον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο.
* * *ο (Μ αἰφνιδιασμός) [αἰφνιδιάζω]αιφνιδιαστική ενέργεια, κεραυνοβόλος δράση και ειδικά στη στρατιωτική γλώσσα, αιφνίδια εισβολή, επίθεσηνεοελλ.1. απροσδόκητη εμφάνιση2. έκπληξη, ξάφνιασμα, τρόμος από κάτι απρόοπτο.
Dictionary of Greek. 2013.